-
1 ἐπιτήδευσις
A devotion or attention to a pursuit or business, Th.2.36, Pl.Ax. 369b, etc.; cultivation of a habit or character,ἐς ἀρετήν Th.7.86
; ; βιότου ἀτρεκεῖς ἐ. scrupulous refinements, E.Hipp. 261 (anap.) ; τὸ ἐξ-εύσεως, of a studied style, D.H. Lys.8 ; of baths, ἐξ ἐ., opp. αὐτοφυῆ, Antyll. ap. Orib.10.2.1 ; κατ' ἐπιτήδευσιν as a special study, opp. κατὰ περίπτωσιν, Gal.2.289 ;χωρίς τινος ἐ. Sor.1.59
; opp. κρίσις, D.C.60.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτήδευσις
См. также в других словарях:
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
начинаниѥ — НАЧИНАНИ|Ѥ (73), ˫А с. 1.Действие по гл. начинати в 1 знач.: по коѥиждо ѹставлѥнѣ слѹжьбѣ и дѣлѹ начи||нанию положи же ѹбо заповѣди написаны. (ἐγχείρησιν) ЖФСт XII, 79 об.–80; и елиньскыихъ начинании вьсѧ вьсьде отъ цр҃кве. отъмѣтати. заповѣдаѥмъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)